-
1 ᾗ
ᾗ, dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense,1 of Place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and [dialect] Att., S.El. 1435;τῇδε.. ᾗ A.Ch. 308
;ἐκείνῃ.. ᾗ Pl.Phd. 82d
; [dialect] Dor.ᾇ SIG56.28
(Argos, v B.C.).II of Manner, how, as,ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch. 558
;ᾗ νομίζεται S.OC 1603
;ᾗ βούλονται Th.8.71
, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις.3 in so far as,διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν.. τῷ δέ.. X.Mem.2.1.18
, cf. Pl. Men. 72b;ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.
; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN 1096b2.III with [comp] Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15;ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32
, etc.;ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9
;ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9
.
См. также в других словарях:
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek